- πάομαι
- Α(ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.)1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.)2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαιέχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., τού οποίου απαντούν ο μέλλ. πάσομαι, ο αόρ. ἐ-πασάμην και ιδίως ο παρακμ. πέπᾱμαι (πρβλ. πᾶμα, πάτωρ, παμ-πησία, ἔμ-πασις). Η οικογένεια αυτή τών λ., ξένη στην ιων.-αττ. διάλεκτο, εκφράζει την έννοια τής κτήσης ακίνητης περιουσίας και γενικά σταθερών αγαθών, από όπου και η επικράτηση τού τ. τού παρακμ., δηλωτικού διάρκειας, από τους τ. τού ενεστ. ή τού αορ. Η μαρτυρία στη Βοιωτική τών τ. ππάματα και Γυνόππαστος μάς οδηγούν σε ρίζα *kwā- με χειλοϋπερωικό φθόγγο (που στη Βοιωτική εμφανίζεται με -ππ-, πρβλ. ίππος). Άλλοι, επικαλούμενοι την αντιστοιχία ανάμεσα στα μένος και μέμνημαι, υποθέτουν την ύπαρξη ενός προσηγορικού *κέFος και τό συνδέουν με το αρχ. ινδ. śavas- «δύναμη, υπεροχή». Επίσης, συνδέουν τον τ. πά-τωρ με το αρχ.ινδ. śvā-tra- «επικερδής, δυνατός». Κατά την ίδια άποψη, σε μηδενισμένη βαθμίδα *kua- > κῡ τής Ίδιας οικογένειας ανάγονται οι λ. άκυρος, κύριος* (πρβλ. και αρχ. ινδ. śūra- «δυνατός, ήρωας»). Στην ίδια οικογένεια με το πέπαμαι εντάσσουν μερικοί και το μυκην. συνθ. moroqa με α' συνθετικό morο- ή moiro- «μοίρα, τεμάχιο γης» και β' συνθετικό -qa (< -*kwā) «κάτοχος». Το θ. -πᾱ τού πέπαμαι μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια: Εὐπάτας, Καλλιπάτας και με -σ- (πρβλ. πάστᾱς): Εὔπαστος, Γονύππαστος, Θιόππαστος και πιθ. στα: Πασίβοιος, Πασίοχος. Η σύνδεση, τέλος, τού ρ. πέπαμαι τόσο με το επί θ. πᾶς όσο και με το ρ. κέκτημαι δεν φαίνεται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.